αεροβάτης

From LSJ

Greek Monolingual

ο (Α ἀεροβάτης)
αυτός που βαδίζει, που πετά στον αέρα
(στα Νεοελληνικά με μτφ. σημασία) αυτός που έχει χάσει την αίσθηση της πραγματικότητας, που πετά στα σύννεφα, φαντασιόπληκτος, ονειροπαρμένος, ονειροπόλος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀήρ + βάτης < θ. βᾰ- του ἔβᾱν / ἔβην, βαίνω (αλλά και -βήτης
πρβλ. ἐμπυριβήτης, διαβήτης)
ο τ. βάτης απαντά κανονικώς «εν σύνθεσει» (ως απλό μαρτυρείται μόνο από τον Ησύχιο). Αρχικά, ως β΄ συνθετικό ποιητικών και τεχνικών κυρίως όρων, δήλωνε την έννοια του «κρατιέμαι, υποστηρίζω», π.χ. στυλοβάτης, κεροβάτης, ιπποβάτης.
ΠΑΡ. αεροβασία, αεροβατικός, αεροβατώ].