αιτιάρης

From LSJ

τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?

Source

Greek Monolingual

αιτία
1. αυτός που ζητάει αφορμή για καβγά, φιλόνικος, καβγατζής
2. αυτός που έχει τάση να αρρωσταίνει, φιλάσθενος, καχεκτικός
3. (ιδιαίτερα) φυματικός, χτικιάρης.