αναρρήγνυμι
From LSJ
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
Greek Monolingual
ἀναρρήγνυμι και -ύω (Α)
1. σχίζω, σπάζω, ανοίγω κάτι, κάνω τομή σε κάτι
2. ανορύσσω, εκσκάπτω
3. κατακρημνίζω, ανατρέπω, αναποδογυρίζω
4. (για πτώμα) ξεσχίζω, κατασπαράζω, κατακόβω
5. μτφ. ερεθίζω κάποιον, τον κάνω να ξεσπάσει
6. (για στόμα) κρατώ ορθάνοιχτο
7. (αμτβ.) βγαίνω στην επιφάνεια, ξεσπώ.