αναρρήγνυμι
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
Greek Monolingual
ἀναρρήγνυμι και -ύω (Α)
1. σχίζω, σπάζω, ανοίγω κάτι, κάνω τομή σε κάτι
2. ανορύσσω, εκσκάπτω
3. κατακρημνίζω, ανατρέπω, αναποδογυρίζω
4. (για πτώμα) ξεσχίζω, κατασπαράζω, κατακόβω
5. μτφ. ερεθίζω κάποιον, τον κάνω να ξεσπάσει
6. (για στόμα) κρατώ ορθάνοιχτο
7. (αμτβ.) βγαίνω στην επιφάνεια, ξεσπώ.