απείργω

From LSJ

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338

Greek Monolingual

ἀπείργω (Α) είργω
1. απομακρύνω, αποδιώκω, αποκλείω κάποιον
2. μέσ. απέρχομαι, απομακρύνομαι
3. εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι
4. αποκρούω, αναχαιτίζω, παρακωλύω
5. γίνομαι εμπόδιο, αποφράζω
6. χωρίζω, χρησιμεύω ως όριο, περιβάλλω
7. (για οδοιπόρους) έχω «ἐπ' ἀριστερῇ μὲν ἀπέργων Ροίτειον», Ηρόδοτος)
8. κατακλείω, περιορίζω
9. (το ουδ. μτχ. πρκμ. ως ουσ.) τὸ ἀπεργμένον
η παλιά κοίτη του Νείλου, που αποξηράνθηκε με την απόφραξη του ποταμού προς διοχέτευση των υδάτων σε άλλα μέρη
10. φρ. «ἀλλ' ἀπείργοι θεός» — ο Θεός να μας φυλάει.