ατειρής
ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
Greek Monolingual
ἀτειρής, -ές (Α)
1. (για μέταλλα) ακατάλυτος, σκληρός
2. ισχυρογνώμων, άκαμπτος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀτειρές
ισχυρογνωμοσύνη, σκληρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη άποψη, ατειρής πιθ. < (θ.) τερ- του ρ. τείρω «θλίβω, εξαντλώ» (πρβλ. λατ. tero) είτε με παρέκταση σε κ < ατερF-ής (πρβλ. τέρυ, Ησύχ.) «ασθενές», τρύω > «κατατρίβω, κατατρύχω») είτε με παρέκταση σε ι- < ατερι-ής (πρβλ. λατ. trivi) είτε με μετρική έκταση αντί ατερής. Η ατειρής < ατερσ-ής ή < ατερσ-ιής (πρβλ. τέρσομαι «ξηραίνομαι») δεν είναι ικανοποιητική. Το επίθ. ατειρής απαντά στην ποίηση με πιθανή σημασία «ακατάλυτος, σκληρός» (Όμ., Εμπ., Πίνδ., Θεόκρ.). Ειδικότερα στην Ιλιάδα χρησιμοποιείται συνήθως ως επίθετο του ορείχαλκου. Από την τελευταία αυτή χρήση της λ. προέκυψε η μεταφορική της σημασία «άκαμπτος», με την οποία απαντά ως χαρακτηρισμός προσώπων (Οδ.), ή για να δηλώσει τη σκληρή καρδιά ή τη δυνατή και σταθερή φωνή (Ιλ.) Τέλος, ο Εμπεδοκλής τη χρησιμοποιεί για να χαρακτηρίσει τα μάτια και τις ακτίνες].