αἰολίζω

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰολίζω Medium diacritics: αἰολίζω Low diacritics: αιολίζω Capitals: ΑΙΟΛΙΖΩ
Transliteration A: aiolízō Transliteration B: aiolizō Transliteration C: aiolizo Beta Code: ai)oli/zw

English (LSJ)

A = αἰόλλω: metaph., trick out with false words, μηδ' αἰόλιζε ταῦτα S.Fr.912.
II (Αἰολεύς) compose in the Aeolian mode, αἰ. τῷ μέλει Pratin.Fr.5; speak Aeolic, Dicaearch.3.2, Str. 8.1.2, Plu.Cim.1; αἰολίζεται τὰ Ἀλκαίου ποιήματα A.D.Synt.279.52.
III = ἀολλίζω, Menecl.8, cf. Hsch.

Spanish (DGE)

1 mús. componer en el modo eolio τῷ μέλει Pratin.6.4.
2 hablar eolio Ps.Dicaearch.3.2, Str.8.1.2
v. pas. estar compuesto en dialecto eolio αἰολίζεται τὰ Ἀλκαίου ποιήματα A.D.Synt.279.25
emplear palabras o formas eolias de Homero ποτὲ μὲν αἰολίζειν, ποτὲ δὲ δωρίζειν, ποτὲ δὲ ἰάζειν D.Chr.11.23, cf. Sch.Er.Il.2.694a.
3 fig. engañar igual que un eolio o quizá hablar utilizando variados engaños μηδ' αἰόλιζε ταῦτα S.Fr.912.
v. ἀολλίζω.

French (Bailly abrégé)

parler éolien.
Étymologie: Αἰολεῖς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἰολίζω αἰόλος Aeolisch spreken.

Russian (Dvoretsky)

αἰολίζω:
I говорить или писать по-эолийски Plut.
II Soph. = αἰολέω.

Greek (Liddell-Scott)

αἰολίζω: μέλλ. -ίσω, = αἰόλλω: μεταφ., ὡς τὸ ποικίλλω = διαστρέφω τι διὰ ψευδῶν λόγων, μηδ’ αἰόλιζε ταῦτα, Σοφ. Ἀποσπ. 815. ΙΙ. (Αἰολεύς) = μιμοῦμαι τοὺς Αἰολεῖς· αἰολ. τῷ μέλει, Πρατίνου Ἀποσπ. 5: - ὁμιλῶ Αἰολιστί, Στράβ. 333, Πλουτ. Κιμ. 1.

Greek Monotonic

αἰολίζω: μέλ. -ίσω (Αἰολεύς), μιλώ Αιολικά, σε Πλούτ.

Middle Liddell

Αἰολεύς
to speak Aeolian, Plut.