αἰολίζω
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
A = αἰόλλω: metaph., trick out with false words, μηδ' αἰόλιζε ταῦτα S.Fr.912.
II (Αἰολεύς) compose in the Aeolian mode, αἰ. τῷ μέλει Pratin.Fr.5; speak Aeolic, Dicaearch.3.2, Str. 8.1.2, Plu.Cim.1; αἰολίζεται τὰ Ἀλκαίου ποιήματα A.D.Synt.279.52.
III = ἀολλίζω, Menecl.8, cf. Hsch.
Spanish (DGE)
1 mús. componer en el modo eolio τῷ μέλει Pratin.6.4.
2 hablar eolio Ps.Dicaearch.3.2, Str.8.1.2
•v. pas. estar compuesto en dialecto eolio αἰολίζεται τὰ Ἀλκαίου ποιήματα A.D.Synt.279.25
•emplear palabras o formas eolias de Homero ποτὲ μὲν αἰολίζειν, ποτὲ δὲ δωρίζειν, ποτὲ δὲ ἰάζειν D.Chr.11.23, cf. Sch.Er.Il.2.694a.
3 fig. engañar igual que un eolio o quizá hablar utilizando variados engaños μηδ' αἰόλιζε ταῦτα S.Fr.912.
v. ἀολλίζω.
French (Bailly abrégé)
parler éolien.
Étymologie: Αἰολεῖς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἰολίζω αἰόλος Aeolisch spreken.
Russian (Dvoretsky)
αἰολίζω:
I говорить или писать по-эолийски Plut.
II Soph. = αἰολέω.
Greek (Liddell-Scott)
αἰολίζω: μέλλ. -ίσω, = αἰόλλω: μεταφ., ὡς τὸ ποικίλλω = διαστρέφω τι διὰ ψευδῶν λόγων, μηδ’ αἰόλιζε ταῦτα, Σοφ. Ἀποσπ. 815. ΙΙ. (Αἰολεύς) = μιμοῦμαι τοὺς Αἰολεῖς· αἰολ. τῷ μέλει, Πρατίνου Ἀποσπ. 5: - ὁμιλῶ Αἰολιστί, Στράβ. 333, Πλουτ. Κιμ. 1.
Greek Monotonic
αἰολίζω: μέλ. -ίσω (Αἰολεύς), μιλώ Αιολικά, σε Πλούτ.