βαθύφυλλος
From LSJ
συμπεφύκασι γὰρ αἱ ἀρεταὶ τῷ ζῆν ἡδέως (Epicurus' Letter to Menoeceus via Diogenes Laertius 10.132.10) → The virtues are part and parcel of the stress-free life
English (LSJ)
βαθύφυλλον, thick-leafed, leafy, Mosch.Fr.1.11.
Spanish (DGE)
(βᾰθύφυλλος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
de denso follaje πλάτανος Mosch.Fr.1.11 (p.151).
German (Pape)
[Seite 425] πλάτανος, dicht belaubt, Mosch. 5, 11.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au feuillage épais.
Étymologie: βαθύς, φύλλον.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰθύφυλλος: -ον, πυκνόφυλλος, φυλλώδης, φυλλοφόρος, Μόσχ. 5. 11.
Greek Monotonic
βᾰθύφυλλος: -ον (φύλλον), αυτός που έχει πυκνό φύλλωμα, σε Μόσχ.