φρίττω

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source

French (Bailly abrégé)

att. c. φρίσσω.

Greek Monolingual

και φρίσσω ΝΜΑ, και φρίζω Α φρίξ, φρικός]
1. (για υδάτινη επιφάνεια) κυματίζω ελαφρά
2. (κατ' επέκτ.) κινούμαι ελαφρά, κυματίζωπεύκη φρίσσουσα ζεφύροις», Ανθ. Παλ.)
3. ριγώ, ανατριχιάζω, τρεμουλιάζω από ψύχος, πυρετό, φόβο ή έντονη συγκίνηση (α. «με αυτά που θα ακούσεις θα φρίξεις» β. «ἤκουσ' ἀνήκουστα... ὥστε φρῖξαι», Σοφ.)
νεοελλ.
καταλαμβάνομαι από φρίκη («έφριξε όταν είδε τα σημάδια που του άφησε η φωτιά»)
μσν.
(για τη γη) υφίσταμαι σεισμό, σείομαι
αρχ.
1. (για στρατιωτική παράταξη) αναταράσσομαι («φάλαγγες σάκεσίν τε και ἔγχεσι πεφρικυῖαι», Ομ. Ιλ.)
2. (για τρίχες) σηκώνομαι, ανασηκώνομαι («ἵνα τοι τρίχες ἀτρεμέωσι μηδ' ὀρθαὶ φρίσσωσιν ἀειρόμεναι κατὰ σῶμα», Ησίοδ.)
3. αναστατώνομαι από υπερβολική χαρά, συγκινούμαι («ἔφριξ' ἔρωτι, περιχαρὴς δ' ἀνεπτόμαν», Σοφ.)
4. αισθάνομαι δέος, φόβο («μηδὲ ὥσπερ ὑπὸ δεισιδαιμονίας ἐν ἱερῷ φρίττειν ἅπαντα καὶ προσκυνεῖν», Πλούτ.)
5. (κατά τον Ησύχ.) «φρῖξαν ἔθειραν
ὀρθὴν ἔστησαν τὴν τρίχα»
6. φρ. α) «ἄσθματι φρίσσοντα πνοάς»
(για άνθρωπο που πεθαίνει) αναπνέοντας με αγωνία (Πίνδ.)
β) «πτεροῖσι νῶτα πεφρίκοντες» — έχοντας ανορθωμένα τα φτερὰ στα νώτα (Πίνδ.).

German (Pape)

att. = φρίσσω.