γενεῆθεν
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
Adv. from birth, by descent, Arat.260; ἄγραυλοι γ. AP 7.415 (Pers.).
Spanish (DGE)
adv. desde el nacimiento γ. ἀκούομεν Arat.260, ἄγραυλοι γ. AP 7.445 (Pers.).
German (Pape)
[Seite 481] von Geburt, von Anfang an, Arat. 260.
French (Bailly abrégé)
adv.
dès la naissance.
Étymologie: γενεά, -θεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γενεῆθεν γενεά adv., van geboorte, van afkomst.
Russian (Dvoretsky)
γενεῆθεν: adv. с рождения или из поколения в поколение: γ. ὀροιτύποι Anth. потомственные дровосеки.
Greek (Liddell-Scott)
γενεῆθεν: ἐπίρρ., ἐκ γεννήσεως, διὰ καταγωγῆς, Ἄρατ. 260, Ἀνθ. Π. 7. 445.
Greek Monolingual
γενεῆθεν (Α) γενεά
επίρρ. από τη γέννησή τους, από την αρχή, ανέκαθεν.
Greek Monotonic
γενεῆθεν: (γενεά), επίρρ., από τη γέννηση, από την καταγωγή, σε Ανθ.