δεικανάω
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
(δείκνυμι)
A point out, show, in Ion. and Ep. impf. δεικανάασκεν Theoc.24.57; Ep.3pl. pres. δεικανόωσι Arat.209: but
II Med., (cf. δειδίσκομαι) salute, pledge, δεικανόωντο δέπασσιν Il.15.86; δεικανόωντ' ἐπέεσσιν Od.18.111; cf. δεκανᾶται.
Spanish (DGE)
(δεικᾰνάω)
• Morfología: [pres. c. diéct. δεικανόωσι Arat.209; impf. iter. δεικανάασκεν Theoc.24.57, v. med. c. diéct. δεικανόωντο Il.15.86, Od.18.111, 24.410]
I en v. med.
1 saludar, dar la bienvenida c. palabras κλυτὸν ἀμφ' Ὀδυσῆα δεικανόωντ' ἐπέεσσι Od.24.410, cf. 18.111, μετὰ δ' ἀλλήλους ἐπέεσσιν ἄμφω δεικανόωντο intercambiaban palabras de bienvenida Q.S.6.158
•saludar con un brindis (Ἥραν) δεικανόωντο δέπασσιν Il.l.c., δαίμονα λυσιπόνοισιν ἐδεικανόωντο κυπέλλοις υἱέες Ἀστραίοιο Nonn.D.6.29, cf. Hsch.
2 despedir χερσί τε καὶ μύθοισιν ἐδεικανόωντο ἕκαστον A.R.1.884.
II en v. act. mostrar, presentar ἐς πατέρ' Ἀμφιτρύονα ἑρπετὰ δεικανάασκεν Theoc.l.c., δεικανόωσι διασταδὸν ἶσα πέλεθρα Arat.l.c.
• Etimología: Quizá deriv. de *δεικ- ‘mostrar’ (cf. δείκνυμι), en el sent. ‘saludar con la mano’; cf. δειδίσκομαι.
French (Bailly abrégé)
δεικανῶ,
montrer;
Moy. δεικανάομαι, δεικανῶμαι (impf. 3ᵉ pl. épq. δεικανόωντο) faire un signe de bienvenue, saluer : ἐπέεσσιν OD avec des paroles bienveillantes ; δέπασσιν IL en levant des coupes.
Étymologie: cf. δείκνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεικανάω [~ δείκνυμι] aanwijzen.
Russian (Dvoretsky)
δεικᾰνάω: протягивать, показывать (τι ἔξ τινα Theocr.).
Greek Monolingual
δεικανάω (Α)
1. υποδέχομαι, καλωσορίζω («καὶ δεικανόωντο δέπασσιν» — τους καλωσόριζαν με τα ποτήρια γεμάτα)
2. δείχνω, επιδεικνύω («ἐς πατέρ' Ἀμφιτρύωνα ἑρπετά δεικανάασκεν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δειδίσκομαι.
Greek Monotonic
δεικανάω: = δείκνυμι,
I. δείχνω, επιδεικνύω, Ιων. παρατ. δεικανάασκεν, σε Θεόκρ.
II. ο Όμηρ. το χρησιμ. μόνο στη Μέσ. = δειδίσκομαι, χαιρετώ, ασπάζομαι, υποδέχομαι, δεικανόωντ' ἐπέεσσιν, σε Ομήρ. Οδ.· δεικανόωντο δέπασσι, έκαναν πρόποση υπέρ του.
Greek (Liddell-Scott)
δεικανάω: δείκνυμι, «δείχνω», Ἰων. καὶ Ἐπ. παρατ. δεικανάασκεν Θεόκρ. 24. 56· Ἐπ. γ΄ πληθ. ἐνεστ. δεικανόωσι Ἄρατ. 208. Ἀλλά, ΙΙ. ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸ ῥῆμα μόνον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ δεξιόομαι, δειδίσκομαι, χαιρετίζω, ἀσπάζομαι, ὑποδέχομαι, καὶ δεικανόωντο δέπασσιν Ἰλ. Ο. 86· καὶ δεικανόωντ’ ἐπέεσσιν Ὀδ. Σ. 111. Πρβλ. δείκνυμι ἐν τῷ τέλει .
Middle Liddell
= δείκνυμι
I. to point out, show, in ionic imperf. δεικανάασκεν Theocr.
II. Hom. uses it only in Mid. = δειδίσκομαι, to salute, greet, δεικανόωντ' ἐπέεσσιν Od.; δεικανόωντο δέπασσι pledged him, Il.