διαμαντεύομαι
English (LSJ)
A determine by an oracle, τι Pl.Lg.696a; make divinations, Id.Sis.387e; ὄρνισι or ἐπ' ὄρνισι, Plu.TG17, Cam.32.
II consult an oracle, περί τινος D.H.3.69, Plu.2.302d.
Spanish (DGE)
1 manifestar, ordenar por inspiración mántica c. ac. ἃς τὸ ... θεῖον παρὰ θεοῦ διεμαντεύσατό τινος las (honras) que el numen ordenó mánticamente gracias a algún dios Pl.Lg.696a
•abs. hablar por inspiración divina irón. αὐτοσχεδιάζοντες καὶ διαμαντευόμενοι Pl.Sis.390b, cf. D.Chr.26.1.
2 vaticinar ὄρνιθας αἷς διαμαντεύονται Plu.TG 17, cf. Cam.32, Sch.Pi.P.4.338a.
3 consultar al oráculo c. περί y gen., Plu.2.302d, D.H.1.68, abs., Androt.30
•en Roma consultar los auspicios D.H.3.69.
German (Pape)
[Seite 588] 1) durch ein Orakel bestimmen, Plat. Legg. III, 696 a. – 2) das Orakel befragen, Plut. Camill. 32 u. öfter; errathen, Plat. Sis. 387 e.
French (Bailly abrégé)
1 se faire rendre un oracle, consulter un oracle, prendre les augures;
2 rendre des oracles, en gén. accomplir des actes de divination.
Étymologie: διά, μαντεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-μαντεύομαι voorspellen (door orakel).
Russian (Dvoretsky)
διαμαντεύομαι:
1 устанавливать посредством оракула (τι Plat.);
2 вопрошать оракул (περί τινος Plut.);
3 гадать, прорицать (ὄρνισι и ἐπ᾽ ὄρνισι Plut.; ирон. δ. καὶ σχεδιάζειν Plat.).
Greek Monolingual
διαμαντεύομαι (Α) μαντεύομαι
(αποθ.)
1. ορίζω με χρησμό
2. προφητεύω μέσω άλλου
3. παίρνω χρησμό από μαντείο.
Greek Monotonic
διαμαντεύομαι: αποθ., καθορίζω μέσω χρησμού, τι, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
διαμαντεύομαι: ἀποθ., ὁρίζω διὰ χρησμοῦ, τι Πλάτ. Νόμ. 696Α· ἐνεργῶ μαντείας, ὁ αὐτ. Σισύφ. 387Ε· ὄρνισι ἢ ἐπ' ὄρνισι Πλούτ. Τ. Γράκχ. 17, κτλ. ΙΙ. συμβουλεύομαι ἢ ἐρωτῶ μαντεῖον, λαμβάνω χρησμόν, περί τινος Διον. Ἁλ. 3. 69, Πλουτ. 2. 302D.