δυάζω
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
English (LSJ)
A express in the dual number, Eust.47.28.
2 Pass., to be impressed with the sense of a thing's being double, see double, etc., S.E.M.7.193.
II make into two, Ascl. in Metaph.432.12 (Pass.): —Pass., to be halved, of the moon, Theol.Ar.12.
2 double, Theo Sm.p.29 H., Iamb.in Nic.p.60P.
III δυάζει· φλυαρεῖ, Hsch., Cyr. (cf. δρυάζω); also δυαεῖ Hsch.
Spanish (DGE)
I 1duplicar ἡ δυὰς ἑαυτὴν ἐδύασε Theo Sm.p.29, cf. Iambl.in Nic.60, en v. pas., Ascl.in Metaph.432.12.
2 gram. expresar en dual Eust.47.28.
II en v. med.-pas.
1 ver doble, tener visión doble a causa de una enfermedad, S.E.M.7.193.
2 dividirse en dos la luna Theol.Ar.12.
German (Pape)
[Seite 671] zweifach machen, verdoppeln; Eust. auch = im Dual ausdrücken, brauchen; in Theol. arith. neben διχοτομέω, hälften.
Russian (Dvoretsky)
δυάζω: удваивать, pass. двоиться (в глазах) Sext.
Greek (Liddell-Scott)
δυάζω: κάμνω δύο, ζευγαρώνω, Εὐστ. Πονημ. 250. 78· παθ., ζευγαρώνομαι, γίνομαι δύο μετ’ ἄλλου, ἀντίθ. μονὰξ ζῆν, αὐτόθι 81. 2) ἐκφέρω τι κατὰ δυϊκὸν ἀριθμόν, Εὐστ. Ἰλ. 47. 28. 3) παθ., ἔχω τὴν ἐντύπωσιν ὅτι πρᾶγμά τι εἶναι διπλοῦν, βλέπω διπλᾶ, πάσχω διπλωπίαν, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 193. ΙΙ. διαιρῶ εἰς δύο, διχοτομῶ, Θεολ. Ἀριθμ. σ. 12. ― Πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 98.
Greek Monolingual
(AM δυάζω)
1. διαιρώ στα δύο, διχοτομώ
2. εμφανίζω κάτι με δύο μορφές
3. μέσ. δυάζομαι
διχάζομαι, αποδέχομαι δύο αντίθετες θεωρίες, επαμφοτερίζω
μσν.
1. παρουσιάζω κάτι διπλό, σε ζεύγος
2. παθ. γίνομαι διπλός, ζευγαρώνομαι
3. είμαι διπλός
αρχ.
1. διπλασιάζω
2. έχω την εντύπωση ότι ένα πράγμα είναι διπλό, πάσχω από διπλωπία
3. (ειδ.) εκφέρω κάτι στον δυϊκό αριθμό.