ενδεικνύω
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
Greek Monolingual
(AM ἐνδεικνύω και ἐνδείκνυμι)
Ι. δείχνω, δηλώνω, φανερώνω
αρχ.
1. δείχνω, υποδεικνύω σε κάποιον να πράξει κάτι («τοιαᾱτα ἐκάστοις ἐνδεικνῡσα τὰ ἔργα»)
2. υποβάλλω μήνυση, καταγγέλλω («ένδείκνυμι ταῖς ἀρχαῖς»)
ΙΙ. (γ' εν. πρόσ. ενεστ. μέσης φωνής) ἐνδείκνυται
νεοελλ.
κρίνεται, θεωρείται κατάλληλος, χρήσιμος ή απαραίτητος («ενδείκνυται νά...», [και γ' πληθ.] «δεν ενδείκνυνται τα μέτρα που ανακοινώθηκαν»)
αρχ.
δηλώνεται φανερά ότι...
ΙΙΙ. (μτχ. παθ παρακμ.) ενδεδειγμένος, -η, -ο (AM ἐνδεδειγμένος, -η, -ον)
νεοελλ.
αυτός που κρίνεται κατάλληλος, χρήσιμος ή αναγκαίος («ενδεδειγμένη θεραπεία», «τα ενδεδειγμένα μέτρα»)
αρχ.
αυτός που δηλώνεται φανερά, που καταγγέλλεται ή αποκαλύπτεται («κακοῦργος ἐνδεδειγμένος»)
νεοελλ.
(μτχ. ενεστ. μέσης φωνής) ενδεικνυόμενος, -η, -ο
αυτός που προτείνεται ως κατάλληλος, χρήσιμος ή αναγκαίος («τα ενδεικνυόμενα φάρμακα», «οι ενδεικνυόμενες μέθοδοι»)
ΙV. αρχ.-μσν. ἐνδείκνυμαι
1. αποδεικνύω ότι («ἐνδείκνυται τὴν δύναμιν κρείττω οὖσαν»)
2. επιδεικνύω («τύπῳ τἀληθές ἐνδεικνύμενος»)
αρχ.
ἐνδείκνυμαι
1. καταγγέλλομαι, υποβάλλουν μήνυση εναντίον μου
2. απευθύνω τον λόγο σε κάποιον (κυρίως για να απολογηθώ ή να δώσω εξηγήσεις) («Πηλείδῃ μὲν ἐγὼν ἐνδείξομαι», «ἐνδείκνυμαι περί τίνος»)
3. αποδεικνύω ότι («πῶς δ' ἄν... μᾶλλον ἐνδείξαιτό τις πόσιν προτιμῶσα;» — πώς θα μπορούσε να δώσει καλύτερη απόδειξη για το ότι προτιμά τον άντρα της
4. προσπαθώ να αποκτήσω την εύνοια («ἐνδεικνύμενος τοῖς πρέσβεσι τοῖς παρά Φιλίππου παροῦσι»).