ευγνωμονώ
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
Greek Monolingual
(ΑΜ εὐγνωμονῶ, -έω) ευγνώμων
νεοελλ.-μσν.
αναγνωρίζω χάρη ή ευεργεσία που έγινε σε μένα («θα σέ ευγνωμονώ πάντα γι' αυτή την εξυπηρέτηση»)
αρχ.
1. επιδεικνύω διαλλακτική διάθεση, φέρομαι με επιείκεια («τοὺς ἀδικοῦντας πείθοντες εὐγνωμονεῖν», Πλούτ.)
2. αμείβω, ανταμείβω («εὐγνωμονεῖν τοὺς ἱερέας», Λιβάν.)
3. φρ. «εὐγνωμονῶ τὴν ἀντίδοσιν» — ανταποδίδω τη χάρη, χαρίζω κάτι σε ένδειξη ευγνωμοσύνης.