θρυόεις

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρῠόεις Medium diacritics: θρυόεις Low diacritics: θρυόεις Capitals: ΘΡΥΟΕΙΣ
Transliteration A: thryóeis Transliteration B: thryoeis Transliteration C: thryoeis Beta Code: qruo/eis

English (LSJ)

θρυόεσσα, θρυόεν, rushy, Nic.Th.200.

German (Pape)

[Seite 1220] Αἰγύπτοιο ἴαμνοι Nic. Th. 200, binsenreich. Vgl. Θρυόεσσα.

Greek (Liddell-Scott)

θρυόεις: εσσα, εν, ἔχων πλῆθος θρύων, βούρλων, Νικ. Θηρ. 200.

Greek Monolingual

θρυόεις, -εσσα, -εν (Α) (για τόπο) αυτός που είναι γεμάτος βούρλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρύον + επίθημα -όεις (πρβλ. αστερόεις, δακρυόεις, οθρυόεις)].