θωύσσω
Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund
Greek Monolingual
θωΰσσω (Α)
1. κράζω μεγαλοφώνως, φωνάζω («παίσας κάρα θώϋξεν», Σοφ.)
2. (με αιτ. προσ.) καλώ κάποιον, επικαλούμαι («φθέγμα δι' εξαίφνης τινός θώϋξεν αυτόν», Σοφ.)
3. (για σκύλους) υλακτώ, γαβγίζω
4. (για κουνούπια) βομβώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Απίθανη η σύνδεση του με το θως. Προέρχεται ίσως από ονοματοποιία].
Greek Monotonic
θωύσσω: μέλ. -ξω,
1. κάνω θόρυβο, λέγεται για το κουνούπι, βουϊζω, σε Αισχύλ.· λέγεται για ανθρώπους, φωνάζω, κραυγάζω, σε Τραγ.
2. με αιτ. προσ., επικαλούμαι, φωνάζω κάποιον, σε Σοφ.· επίσης, με δοτ., θωύσσω κυσί, φωνάζω στα σκυλιά, σε Ευρ. (αμφίβ. προέλ.)
Middle Liddell
θωύσσω,
1. make a noise, of a gnat, to buzz, Aesch.; of men, to cry aloud, shout out, Trag.
2. c. acc. pers. to call on, call, Soph.; also c. dat., θ. κυσί to shout to dogs, Eur. [deriv. uncertain]