κάταρσις
Βροτοῖς ἅπασι κατθανεῖν ὀφείλεται → Reddenda cunctis vita tamquam debitum → Den Tod erleiden schulden alle Sterblichen
English (LSJ)
-εως, ἡ, (καταίρω) landing, bringing to land, opp. ἄπαρσις, Poll.1.102; but usually landing-place, Th.4.26, Plu.Pomp.65, D.C. 60.11, Ael.VH9.16.
German (Pape)
[Seite 1376] ἡ, Ankunft, Landung der Schiffe, Landungsplatz; οἱ ὁπλῖται περὶ τὰς κατάρσεις τῆς νήσου ἐφύλασσον Thuc. 4, 26; Plut. Pomp. 65 u. a. Sp., z. B. D. Cass. 60, 11 χώρα οὔτε κατάρσεις ἀσφαλεῖς, οὔτε λιμένας ἔχουσα; Zenob. prov. 4, 68.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
lieu de débarquement, point abordable d'une côte.
Étymologie: καταίρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάταρσις -εως, ἡ [καταίρω] landingsplaats.
Russian (Dvoretsky)
κάταρσις: εως ἡ причал, место высадки (αἱ κατάρσεις τῆς νήσου Thuc.; τὰς κατάρσεις παραφυλάξαι Plut.).
Greek Monolingual
κάταρσις, -άρσεως, ἡ (Α) καταίρω
1. απόβαση
2. τόπος όπου καταπλέουν, όρμος για απόβαση («οἱ ὁπλῖται περὶ τὰς κατάρσεις τῆς νήσου ἐφύλασσον», Θουκ.).
Greek (Liddell-Scott)
κάταρσις: -εως, ἡ, (καταίρω) μέρος εἰς ὅ τις προσορμίζεται ἢ καταπλέει, ὅρμος πρὸς ἀπόβασιν, περὶ τὰς κατάρσεις τῆς νήσου ἐφύλασσον Θουκ. 4. 26· χωρία ἔχοντα ναύλοχα καὶ κατάρσεις Πλουτ. Πομπ. 65· κ. καὶ λιμένας Δίων Κ. 60. 11, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 9. 16· προσόρμισις τῆς νεώς, ἀντίθετ. τῷ ἄπαρσις, Πολυδ. Α΄, 102.
Middle Liddell
κάταρσις, εως καταίρω
a landing-place, Thuc.