κήλεος
οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → there is no shame in, not knowing, inquiring
English (LSJ)
κήλεον, (καίω) burning, Hom.always in dat. in the phrase πυρὶ κηλέῳ (disyll.), Il.8.235, 18.346, Od.8.435, Hes.Th.865; always at end of line, exc. ἐνέπρησεν πυρὶ κ. νῆας ἐΐσας Il.8.217:—once in form κήλειος, οὺν πυρὶ κ. 15.744:—also κηλός, dry, Hsch.; cf. καυαλέος.
German (Pape)
[Seite 1430] (καίω), brennend, flammend; τρίποδ' ἵστασαν ἐν πυρὶ κηλέῳ Il. 18, 346; νῆας ἐνέπρησε πυρὶ κηλέῳ 22, 374; ähnl. Hes. Th. 865; in welchen Fällen überall κηλέῳ zweisylbig zu lesen ist. – Vgl. κήλειος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
brûlant, ardent.
Étymologie: καίω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κήλεος -ον en κήλειος -ον [κάω] vlammend, Hom. steeds in de formule:. πυρὶ κηλέῳ met vlammend vuur Il. 8.235.
Russian (Dvoretsky)
κήλεος: эп. Hom., Hes. = κήλειος.
English (Autenrieth)
(καίω): blazing; πῦρ, Il. 15.744.
Greek Monolingual
κήλεος, -ον στον'Ομ. και κήλειος, -ον (Α)
φρ. «πυρί κηλέῳ» ή «πυρί κηλείῳ» — με λαμπερή αναμμένη φωτιά («τάχα νήας ἐνιπρήσει πυρί κηλέῳ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. κήλ-εος πιθ. < καυαλέος, με συναίρεση και αναβιβασμό του τόνου. Ο τ. κήλειος είναι παράλληλος τ. του κήλεος με επίθημα -ειος].
Greek Monotonic
κήλεος: -ον (καίω), καυστικός, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, κήλειος, στο ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
κήλεος: -ον, (καίω) καυστικός, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. (μόνον ἐν τῇ Ἰλ. ἀείποτε κατὰ δοτ. ἐν τῇ φράσει πυρὶ κηλέῳ ὡς δισύλλ. Ἰλ. Θ. 235, Σ. 346, κτλ., καὶ ἀείποτε ἐν τέλει τοῦ στίχου (πλὴν ἐν τῷ ἐνέπρησεν πυρὶ κηλέῳ νῆας ἐΐσας Θ. 217)· οὕτως ἐν Ἡσ. Θ. 865· ― τύπος ἰσοδύναμος τῷ κήλειος μόνον ἐν Ἰλ. Ο. 744, σὺν πυρὶ κηλείῳ· πρβλ. κήδεος, κήδειος· ― ὁ Ἡσύχ. ὡσαύτως ἔχει κηλός, ξηρός.