καθιερεύω
τῇ διατάξει σου διαμένει ἡ ἡμέρα ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά → the day continues by thy arrangement; for all things are thy servants
English (LSJ)
sacrifice, offer, αὑτούς Pl.Phdr.252c; τὴν μητέρα Arist.EN1148b26; τὸν ἱκέτην D.H.8.1: cf. κατιαραίω.
German (Pape)
[Seite 1285] opfern, schlachten; Plat. Phaedr. 252 c; Arist. Eth. 7, 6; ἐπὶ τῆς ἑστίας τὸν ἱκέτην D. Hal. 8, 1.
French (Bailly abrégé)
offrir en sacrifice, consacrer.
Étymologie: κατά, ἱερεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθιερεύω [κατά, ἱερός] offeren, wijden.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθιερεύω: приносить в жертву (τινά Plat., Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
καθιερεύω: θυσιάζω, σφάζω, φονικοὶ καὶ ἕτοιμοι καθιερεύειν αὑτούς τε καὶ τὰ παιδικὰ Πλάτ. Φαῖδρ. 252C· ὥσπερ ὁ τὴν μητέρα καθιερεύσας καὶ φαγών Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 5, 3· τὸν ἱκέτην Διον. Ἁλ. 8. 1.
Greek Monolingual
καθιερεύω (Α)
(για πρόσ.)
1. προσφέρω ως θυσία, ως σφάγιο, θυσιάζω («ὁ τὴν μητέρα καθιερεύσας καὶ φαγών», Αριστοτ.)
2. σφάζω, σκοτώνω, σαν να προσφέρω θυσία («φονικοί καὶ έτοιμοι καθιερεύειν αὑτοὺς τε καὶ τὰ παιδικά», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἱερεύω (< ἱερεύς)].
Greek Monotonic
καθιερεύω: μέλ. -σω, θυσιάζω, προσφέρω, σε Πλάτ., Αριστ.