κακόρρυπος

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόρρῠπος Medium diacritics: κακόρρυπος Low diacritics: κακόρρυπος Capitals: ΚΑΚΟΡΡΥΠΟΣ
Transliteration A: kakórrypos Transliteration B: kakorrypos Transliteration C: kakorrypos Beta Code: kako/rrupos

English (LSJ)

κακόρρυπον, filthy, Aesop.73 (= Babr.10.1).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait sale.
Étymologie: κακός, ῥύπος.

Greek Monolingual

κακόρρυπος και κακορρύπαρος, -ον (Α)
υπερβολικά ρυπαρός, πολύ βρόμικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ρρυπος (< ρύπος «ακαθαρσία»), πρβλ. φιλόρρυπος].

Greek Monotonic

κακόρρυπος: ο πάρα πολύ βρώμικος, σε Βάβρ.

German (Pape)

κακορρύπαρος, Babr. 10.1.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόρρῠπος: крайне грязный Babr.

Middle Liddell

very filthy, Babr.