κακόρρυπος
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
κακόρρυπον, filthy, Aesop.73 (= Babr.10.1).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait sale.
Étymologie: κακός, ῥύπος.
Greek Monolingual
κακόρρυπος και κακορρύπαρος, -ον (Α)
υπερβολικά ρυπαρός, πολύ βρόμικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ρρυπος (< ρύπος «ακαθαρσία»), πρβλ. φιλόρρυπος].
Greek Monotonic
κακόρρυπος: ο πάρα πολύ βρώμικος, σε Βάβρ.
German (Pape)
= κακορρύπαρος, Babr. 10.1.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκόρρῠπος: крайне грязный Babr.