καλομαθαίνω
Greek Monolingual
(Μ καλομαθαίνω)
συνηθίζω στην άνεση, στην ευμάρεια
νεοελλ.
1. (μτβ.) διδάσκοντας μαθαίνω κάτι σε κάποιον καλά, διδάσκω κάποιον ορθά
2. (αμτβ.) μαθαίνω εύκολα, κατανοώ πλήρως, μαθαίνω κάτι επαρκώς, καλοκαταλαβαίνω («τα μαθηματικά τά καλομαθαίνει»)
3. (μτβ.) μαθαίνω σε κάποιον καλούς τρόπους, καλές συνήθειες, καλή συμπεριφορά
4. μαθαίνω καλούς τρόπους, αποκτώ καλές έξεις
5. εθίζω ή εθίζομαι στην καλοπέραση και στην ευκολία, κακοσυνηθίζω
6. μέσ. καλομαθαίνομαι
γίνομαι επαρκώς καταληπτός, γνωστός σε κάποιον
7. παροιμ. α) «καλόμαθες, κακόμαθες» — η άκοπη καλοπέραση και τρυφηλότητα είναι κακό
β) «καλόμαθε η γριά στα σύκα» — δηλ. δύσκολα αποβάλλεται μια κακή έξη, όταν μάλιστα παρέχει ηδονή σε κάποιον
8. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καλομαθημένος, -η, -ο
α) αυτός που έχει καλούς τρόπους, καλή ανατροφή
β) κακομαθημένος, χαϊδεμένος, μαλθακός, συνηθισμένος στην άκοπη καλοπέραση.