κατάπαυμα

From LSJ

ἀνάγκη τὸ κινοῦν ἀντικινεῖσθαι → what incites movement must suffer a counter-movement

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάπαυμα Medium diacritics: κατάπαυμα Low diacritics: κατάπαυμα Capitals: ΚΑΤΑΠΑΥΜΑ
Transliteration A: katápauma Transliteration B: katapauma Transliteration C: katapavma Beta Code: kata/pauma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A means of stopping, δειλοῖσι γόου κ. γενοίμην Il.17.38.
II rest, LXX Si.36.15(18).

German (Pape)

[Seite 1368] τό, Beendigung, Ruhe, Erholung, γόου Il. 17, 38, Sp.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
fin, cessation.
Étymologie: καταπαύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάπαυμα -ατος, τό [καταπαύω] rust:. γόου κατάπαυμα γενοίμην moge ik haar geween stillen Il. 17.38.

Russian (Dvoretsky)

κατάπαυμα: ατος τό прекращение, конец: γόου κ. γίγνεσθαί τινι Hom. положить конец чьему-л. плачу, утешить кого-л.

Greek (Liddell-Scott)

κατάπαυμα: το, μέσον πρὸς κατάπαυσιν, τέλος, δειλοῖσι γόου κατ. γενοίμην Ἰλ. Ρ. 38· οὕτως ἀναγνωστέον ἀντὶ κατάπλασμα παρὰ τῷ Κλήμ. Ἀλ. 493. ΙΙ ἀνάπαυσις, Ἑβδ. (Σειράχ, ΛϚ΄, 13)· κ. τῶν μακρῶν πόνων Συλλ. Ἐπιγρ. 9438. 25.

English (Autenrieth)

(παύω): rest from, alleviation; τινός, Il. 17.38†.

Greek Monolingual

κατάπαυμα, τὸ (Α) καταπαύω
1. το μέσο για κατάπαυση («δειλοῖσι γόου κατάπαυμα γενοίμην» — θα κατέπαυα τον θρήνο αυτών τών δυστυχισμένων, Ομ. Ιλ.)
2. κατάπαυση, ανάπαυση από κάτι δυσάρεστο («κατάπαυμα τῶν μακρῶν πόνων», επιγρ.).

Greek Monotonic

κατάπαυμα: -ατος, τό, μέσα, τρόποι για κατάπαυση, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

κατάπαυμα, ατος, τό,
a means of stopping, Il. [from καταπαύω