καταπιαίνω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
fatten, in Pass., -πεπιασμένον ζῷον Pl.Lg.807a, cf. Ael.VH9.13, PFlor.130.1 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 1369] fett machen; καταπεπιασμένος Plat. Legg. VII, 807 a; καταπιανθείς Ael. V. H. 9, 13.
French (Bailly abrégé)
ao. Pass. κατεπιάνθην, pf. καταπεπίασμαι;
rendre très gras, engraisser.
Étymologie: κατά, πιαίνω.
Russian (Dvoretsky)
καταπῑαίνω: делать жирным, утучнять, откармливать (καταπεπιασμένον ζῷον Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
καταπῑαίνω: λίαν πιαίνω, μεγάλως παχύνω τινὰ ἢ τι, ἀργῷ καὶ καταπεπιασμένῳ ζῴῳ Πλάτ. Νόμ. 807Α· ὑπερσαρκήσαντα καὶ καταπιανθέντα Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 9. 13· «κατεπιάνθη, ἐλιπάνθη» Ζωναρᾶς· «πίων γὰρ ὁ λιπαρὸς» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
καταπιαίνω (Α)
παχαίνω κάποιον πολύ, κάνω κάποιον ή κάτι πολύ παχύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πιαίνω «παχαίνω κάποιον ή κάτι»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-πιαίνω vetmesten.