καταφωράω

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφωράω Medium diacritics: καταφωράω Low diacritics: καταφωράω Capitals: ΚΑΤΑΦΩΡΑΩ
Transliteration A: kataphōráō Transliteration B: kataphōraō Transliteration C: kataforao Beta Code: katafwra/w

English (LSJ)

catch in a theft: generally, detect, Th.8.87, Luc.Gall. 28; κ. τινὰς ἐπιβουλεύοντας Th.1.82; [ψυχὴν] ὡς οὖσαν κ. discover its existence, X.Cyr.8.7.17: aor. Pass., καταφωραθῆναι τῆς κακοηθείας J.AJ16.10.1.

French (Bailly abrégé)

καταφωρῶ :
prendre sur le fait : τινα ἐπιβουλεύοντα THC surprendre qqn en flagrant délit de conspiration ; découvrir en gén. ; reconnaître : ψυχὴν ὡς οὖσαν XÉN l'existence de l'âme.
Étymologie: κατά, φωράω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-φωράω betrappen, ontdekken, aan het licht brengen: ἐπιβουλεύοντας μὴ καταφωρᾶν hun snode plannen niet aan de kaak stellen Thuc. 1.82.1; τούτοις αὐτὴν ὡς οὖσαν κατεφωρᾶτε daardoor ontdekten jullie dat zij (de ziel) bestaat Xen. Cyr. 8.7.17

Russian (Dvoretsky)

καταφωράω:
1 ловить на месте преступления, изобличать, уличать (τινας ἐπιβουλεύοντας Thuc.; τινα Luc.; μοιχείαν τινὸς ἔκ τινος Plut.);
2 устанавливать, обнаруживать (ψυχήν ὡς οὖσαν Xen.).

Greek Monotonic

καταφωράω: μέλ. -άσω [ᾱ], συλλαμβάνω κάποιον να κλέβει επ' αυτοφόρω· πιάνω επ' αυτοφόρω, τον πιάνω φανερά, ανακαλύπτω, σε Θουκ., Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

καταφωράω: μέλλ. -άσω ᾱ, (συχνότερον τὸ ἐπιφωράω), κυρ. συλλαμβάνω τινὰ ἐπ’ αὐτοφώρῳ κλέπτοντα, τὸν πιάνω φανερά, καταλαμβάνω τινὰ πράττοντά τι, ἀνακαλύπτω, Θουκ. 8. 87, Λουκ. Ἐνύπν. 28· μετὰ μετοχ., κατ. τινας ἐπιβουλεύοντας (ὁ Σχολ. ἐλέγχειν) Θουκ. 1. 82· οὐδ’ ἐωρᾶτε τὴν ψυχήν, ἀλλ’ οἷς διεπράττετο, αὐτὴν ὡς οὖσαν κατεφωρᾶτε, ἀνεκάλυπτε τὴν παρουσίαν της, Ξεν. Κύρ. 8. 7, 17·- Παθ. ἀόρ., καταφωραθῆναι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 16. 10, 1·- παρ’ Ἡσυχ. «καταφωρᾶν· ἐρευνᾶν. ἐπιζητεῖν».

Middle Liddell

fut. άσω
to catch in a theft: to catch in the act, detect, discover, Thuc., Xen.

Lexicon Thucydideum

intelligere, deprehendere, to realize, detect, 1.82.1,
arguere, indicio esse, to prove, be proof of, 8.87.5, [vulgo commonly καταφθορὰ]