κατιλύω
From LSJ
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
English (LSJ)
fill with mud or dirt, X.Oec.17.13.
German (Pape)
[Seite 1402] verschlämmen, mit Schlamm überschütten, Xen. oec. 17, 13, pass.
French (Bailly abrégé)
couvrir de fange.
Étymologie: κατά, ἰλύς.
Russian (Dvoretsky)
κατῑλύω: покрывать грязью (ὁ κατιλυθεὶς σῖτος Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
κατῑλύω: μέλλ. ύσω, πληρῶ ἰλύος ἢ πηλοῦ, λάσπης, Ξεν. Οἰκ. 17. 13.
Greek Monolingual
κατιλύω (Α)
σκεπάζω με λάσπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἰλύω «σκεπάζω με λάσπη» (< ἰλύς «λάσπη»)].
Greek Monotonic
κατῑλύω: μέλ. -ύσω [ῡ], γεμίζω με λάσπη ή βρωμιά, σε Ξεν.