κατοπάζω
English (LSJ)
follow hard upon, tread on the heels of, αἰδῶ δέ τ' ἀναιδείη κατοπάζῃ Hes.Op.324.
German (Pape)
[Seite 1404] verfolgen, durch Verfolgen überwältigen, Hes. O. 324 εὖτ' ἂν – αἰδῶ ἀναιδείη κατοπάζῃ, wenn Schamlosigkeit die Scham vertreibt.
French (Bailly abrégé)
serrer de près ; presser, opprimer, étouffer fig.
Étymologie: κατά, ὀπάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-οπάζω verjagen:. αἰδῶ δέ τ’ ἀναιδείη κατοπάζῃ schaamteloosheid verjaagt schroom Hes. Op. 324.
Russian (Dvoretsky)
κατοπάζω: теснить, вытеснять, изгонять: αἰδῶ δέ τ᾽ ἀναιδείη κατοπάζει Hes. (корыстолюбивые люди, у которых) бесстыдство вытесняет стыд.
Greek Monolingual
κατοπάζω (Α)
διώκω, καταδιώκω («αἰδῶ δὲ τ' ἀναιδείη κατοπάζῃ», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὀπάζω «ακολουθώ, συνοδεύω»].
Greek Monotonic
κατοπάζω: ακολουθώ κάτι από κοντά, καταδιώκω, σε Ησίοδ.
Greek (Liddell-Scott)
κατοπάζω: ἀκολουθῶ τι ἐκ τοῦ πλησίον διώκω, αἰδῶ δέ τ’ ἀναιδείη κατοπάζῃ, ἀποδιώκῃ, καταβάλλῃ, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 322.