κελαινεγχής

From LSJ

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελαινεγχής Medium diacritics: κελαινεγχής Low diacritics: κελαινεγχής Capitals: ΚΕΛΑΙΝΕΓΧΗΣ
Transliteration A: kelainenchḗs Transliteration B: kelainenchēs Transliteration C: kelainegchis Beta Code: kelainegxh/s

English (LSJ)

κελαινεγχές, with black (i.e. bloody) spear, Pi.N.10.84.

German (Pape)

[Seite 1414] ές, mit schwarzer, blutgefärbter Lanze, Ἄρης Pind. N. 10, 84.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
à la lance noire (de sang).
Étymologie: κελαινός, ἔγχος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κελαινεγχής -ές [κελαινός, ἔγχος] met zwarte lans (epithet van Ares).

Russian (Dvoretsky)

κελαινεγχής: с черным (от крови) копьем (Ἄρης Pind.).

English (Slater)

κελαινεγχής with black spear “κελαινεγχεῖ τ' Ἄρει” (N. 10.84)

Greek Monolingual

κελαινεγχής, -ές (Α)
(ως επίθ. του 'Αρη) αυτός που έχει δόρυ μαύρο από το αίμα, αυτός που έχει ματωμένο δόρυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + -εγχής < ἔγχος «δόρυ»), πρβλ. δολιχεγχής, κεραυνεγχής].

Greek Monotonic

κελαινεγχής: -ές, αυτός που έχει μαύρη (δηλ. αιματοβαμμένη) λόγχη, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

κελαινεγχής: -ές, ἔχων κελαινόν, μέλαν (δηλ. ᾑματωμένον) δόρυ, ἐπίθετον τοῦ Ἄρεως, Πινδ. Ν. 10. 158.

Middle Liddell

κελαιν-εγχής, ές
with black (i. e. bloody) spear, Pind.