κενεμβατέω
Ἰδών τι κρυπτὸν (χρηστὸν) μηδὲν ἐκφάνῃς ὅλως → Aliquid vidisti occultum (pulchrum)? Nihil elimina → Siehst du Verborgnes (was Gutes), offenbare dich nicht ganz
English (LSJ)
A step on emptiness, Plu.Flam.10; step into a hole, Gal. 18(2).887, Luc.Gall.26.
2 Medic., of a lancet, catheter, etc., reach a cavity, Orib.44.11.3, Gal.14.786, Paul.Aeg.6.59.
II metaph., lack solid foundation, κενεμβατοῦν καὶ σφαλλόμενον, of Alexander's Empire, Plu.2.336f; κενεμβατοῦμεν ταῦτα λέγοντες Dam.Pr.4, cf. Plot.3.9.2.
2 lead a frivolous life, Men.Prot. p.2 D.
German (Pape)
[Seite 1416] ins Leere, Hohle treten, eigtl. von der Sonde, ins Hohle treffen, Medic.; einen Fehltritt thun, Phot. σκαιεμβατεῖν; Plut. sagt ὁ ἀὴρ οὐκ ἀντερείδει τοῖς πετομένοις, ἀλλ' ὀλίσθημα ποιεῖ ὥσπερ κενεμβατοῦσι, Flamin. 10, u. vrbdt κενεμβατοῦν καὶ σφαλλόμενον, de Alex. fort. 2, 4; vgl. Luc. somn. 26.
French (Bailly abrégé)
κενεμβατῶ :
s'avancer dans le vide ; fig. faire de vains efforts, faire de vaines démarches.
Étymologie: κενός, ἐμβατέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κενεμβατέω [κενός, ἐμβαίνω] een misstap doen.
Russian (Dvoretsky)
κενεμβᾰτέω:
1 попадать в пустоту Luc., Plut.;
2 перен. совершать ошибочный шаг, оступаться (κ. καὶ σφάλλεσθαι Plut.).
Greek Monotonic
κενεμβᾰτέω: μέλ. -ήσω, περπατώ στο κενό, εμβαίνω στο κενό, σε Πλούτ., Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
κενεμβᾰτέω: εἰσέρχομαι, ἐμβαίνω εἰς κενόν, «ματαίως πατῶ» Ἡσύχ., Πλουτ. Φλαμιν. 10· εἰσέρχομαι, ἐμβαίνω εἰς ὀπὴν ἢ κοίλωμα, Λουκ. Ἐνύπν. 26. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ καθετῆρος, καταβαίνω βαθέως ἕως οὗ φθάσω εἰς κοίλωμα, ἕως τὴν κύστιν κενεμβατήσῃ Παῦλ. Αἰγ.· ἐντεῦθεν «κενεμβατεῖν, εἰς κενὰ βαίνειν, κενὰ ἐπιχειρεῖν» Φώτ. σ. 154. 19· κενεμβάτησις, ἡ, Γαλην.
Middle Liddell
κεν-εμβᾰτέω, fut. -ήσω
to step on emptiness, step into a hole, Plut., Luc.