κεφαλίνη

From LSJ

τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφᾰλίνη Medium diacritics: κεφαλίνη Low diacritics: κεφαλίνη Capitals: ΚΕΦΑΛΙΝΗ
Transliteration A: kephalínē Transliteration B: kephalinē Transliteration C: kefalini Beta Code: kefali/nh

English (LSJ)

[ῑ], ἡ, root of the tongue, supposed to be the seat of taste, hence also called γεῦσις, Poll.2.107.

German (Pape)

[Seite 1428] ἡ, der hinterste Teil der Zunge nach dem Schlunde zu, Poll. 2, 107.

Greek (Liddell-Scott)

κεφᾰλίνη: ῑ, ἡ, ἡ κεφαλὴ ἢ ῥίζα τῆς γλώσσης, ἣν ἐθεώρουν ὡς ἕδραν τῆς γεύσεως· διὸ τὸ μέρος τοῦτο ἐκαλεῖτο ὡσαύτως γεῦσις, Πολυδ. Β΄, 107.

Greek Monolingual

κεφαλίνη)
νεοελλ.
1. γλυκερο-φωσφο-αμινολιπίδιο που εξάγεται από την εγκεφαλική μάζα
2. παλαιά ονομασία της αιθανολαμίνης
αρχ.
η ρίζα της γλώσσας, η οποία θεωρούνταν ως έδρα της γεύσης («τὸ δὲ πλέονγλῶσσα τῆς εἰς τὴν γεῡσιν αἰσθήσεως ἔχει κατὰ τὸ πρὸς τῇ φάρυγγι μέρος, ὃ γεῡσιν καὶ κεφαλίνην καλοῦσιν», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + κατάλ. -ίνη (πρβλ. βαλσαμίνη, θυρσίνη). Η λ. ως επιστημον. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. cephalin < κεφαλίνη.