κιναβράω
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
smell like a goat, Ar.Pl.294.
German (Pape)
[Seite 1438] einen Bocksgeruch haben, stinken, αἰγῶν τε κιναβρώντων Ar. Plut. 294.
French (Bailly abrégé)
κιναβρῶ :
sentir le bouc.
Étymologie: κινάβρα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κιναβράω [κινάβρα] naar geit stinken.
Russian (Dvoretsky)
κῐνᾰβράω: пахнуть козлом Arph.
Greek Monotonic
κῐνᾰβράω: μυρίζω σαν τράγος, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κῐνᾰβράω: ἐπὶ τράγου, βρωμῶ, Ἀριστοφ. Πλ. 294.