κλασαυχενεύομαι
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
English (LSJ)
(κλάω (A), αὐχήν) Pass., walk with one's neck awry, i.e. with an affected air, of the son of Alcibiades, Archipp.45.
German (Pape)
[Seite 1446] mit gleichsam geknicktem, gebogenem Halse einhergehen, wie ein Zärtling, Weichling, Archipp. com. bei Plut. Alc. 1.
French (Bailly abrégé)
pencher la tête (propr. le cou) avec affectation.
Étymologie: κλάω, αὐχήν.
Russian (Dvoretsky)
κλᾰσαυχενεύομαι: ходить с манерно склоненной шеей Plut.
Greek (Liddell-Scott)
κλᾰσαυχενεύομαι: (αὐχήν), Παθ., βαδίζω κλίνων τὸν αὐχένα ὁτὲ μὲν πρὸς τὰ δεξιὰ ὁτὲ δὲ πρὸς τὰ ἀριστερά, κάμνω θηλυπρεπῆ τσακίσματα, ἐπὶ τοῦ Ἀλκιβιάδου, Ἄρχιππ. ἐν Ἀδήλ. 3· πρβλ. Müller. Arhäol. d. Kunst. § 331. 2.
Greek Monolingual
κλασαυχενεύομαι (Α)
(για τον γιο του Αλκιβιάδη) κλασαυχενίζομαι, βαδίζω κουνώντας τον αυχένα πότε δεξιά, πότε αριστερά, δηλ. περπατώ θηλυπρεπώς, ακκίζομαι, κάνω θηλυπρεπή τσακίσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. κλασ-αυχενεύομαι < θ. κλασ- του κλῶ (πρβλ. μέλλων κλάσ-ω, αόρ. ἔ-κλασ-α) + -αυχενεύομαι (< αὐχήν, αὐχέν-ος)].