κνύζα
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
English (LSJ)
(A), ἡ, (κνύω)
A itch, Philox.Gramm. ap. EM523.2, Eust.1746.6, 23.
κνύζᾰ (B), ἡ,
A = κόνυζα, Theoc.4.25, 7.68 (pl.), Hippiatr.32 (sg.).
κνύζᾰ (C), ἡ, corrupt, wrinkled, cited from Anacr. by Hdn.Gr.2.901; cf. κνυζός.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
herbe aux puces, plante.
Étymologie: DELG pê emprunt.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κνύζα -ης, ἡ [~ κονύζα] alant (sterk aromatische plant).
Russian (Dvoretsky)
κνύζᾰ: ἡ syncop. Theocr. = κόνυζα.
Greek Monolingual
(I)
η (AM κνύζα) κνύω
νεοελλ.
ιατρ. κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έντονο κνησμό χωρίς την εμφανή παρουσία δερματικής βλάβης
μσν.-αρχ.
κνησμός, ψώρα
αρχ.
(για πρόσ.) διεφθαρμένος, αχρείος.
(II)
κνύζα, ἡ (Α)
το φυτό κόνυζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του κόνυζα].
Greek Monotonic
κνύζᾰ: ἡ, ποιητ. αντί κόνυζα, σε Θεόκρ.
Greek (Liddell-Scott)
κνύζα: ἡ, (κνύω, κνάω) κνησμός, ψώρα, Εὐστ. 1746. 7.
Frisk Etymological English
1. Meaning: a plant
See also: s. κόνυζα.
2. Meaning: scratch
See also: s. κνύω.
Middle Liddell
κνύζα, ης, ἡ, [poetic for κόνυζα, Theocr.]
Frisk Etymology German
κνύζα: 1.
{knúza}
Meaning: Pflanzenname
See also: s. κόνυζα.
Page 1,886
2.
{knúza}
Meaning: Krätze
See also: s. κνύω.
Page 1,886