κοιμιστής
From LSJ
ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον → for five whole nights and days, culling the sacred excellence of joyous living | reaping the sacred bloom of good living for five full nights and as many days
English (LSJ)
κοιμιστοῦ, Dor. κοιμιστάς, ὁ, one who puts to bed, metaph., λύχνος AP12.50 (Asclep.).
German (Pape)
[Seite 1467] ὁ, der in den Schlaf Bringende, λύχνος Asclpds. 9 (XII, 50).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui accompagne au lit, qui veille auprès du lit (lampe).
Étymologie: κοιμίζω.
Russian (Dvoretsky)
κοιμιστής: οῦ adj. m провожающий ко сну (λύχνος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
κοιμιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀποκοιμίζων, Ἀνθ. Π. 12. 50.
Greek Monolingual
κοιμιστής και δωρ. τ. κοιμιστάς, ὁ (Α) κοιμίζω
αυτός που αποκοιμίζει κάποιον.
Greek Monotonic
κοιμιστής: -οῦ, ὁ, κάποιος που βάζει στο κρεβάτι, σε Ανθ.