κολοβότης
ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea
English (LSJ)
-ητος, ἡ,
A stuntedness, Plu.2.800e (pl.).
2 κ. πνεύματος shortness of breath in speaking, Id.Dem.6.
German (Pape)
[Seite 1474] ητος, ἡ, das Verstümmelt-, Verkürztsein; im plur., neben στίγματα, οὐλαί, Plut. reip. ger. pr. 4 M.; πνεύματος, Kürze des Athems und darauf folgendes Verschlucken einzelner Sylben beim Sprechen, Plut. Dem. 6.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
état d'une chose courte et insuffisante : πνεύματος PLUT respiration courte.
Étymologie: κολοβός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κολοβότης -ητος, ἡ [κολοβός] tekort, gebrek:. κ. πνεύματος tekort aan adem Plut. Demosth. 6.4.
Russian (Dvoretsky)
κολοβότης: ητος ἡ
1 повреждение, увечье (κολοβότητες καὶ οὐλαὶ τοῦ σώματος Plut.);
2 недостаточность: κ. πνεύματος Dem. короткое дыхание, одышка.
Greek (Liddell-Scott)
κολοβότης: -ητος, ἡ, ἀτέλεια ἀναπτύξεως, Πλούτ. 2. 800Ε. 2) κ. πνεύματος, ὀλιγότης πνοῆς ἐν τῷ ὁμιλεῖν, ἐν Δημ. 6.
Greek Monolingual
κολοβότης, -ητος, ή (AM) κολοβός
ατέλεια στην ανάπτυξη («στίγματα καὶ κολοβότητες καὶ οὐλαὶ τοῦ λοιποῦ σώματος», Πλούτ.)
αρχ.
φρ. «κολοβότης πνεύματος» — ομιλία χωρίς αναπνοή, κοντανάσεμα.