ποταμόκλυστος
Contents
English (LSJ)
ον, A washed by a river, Str.3.4.12, 4.1.12.
German (Pape)
[Seite 688] von Flüssen bespült, Strab. 3, 4, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ποτᾰμόκλυστος: -ον, ὁ ὑπὸ ποταμοῦ κατακλυζόμενος, Στράβ. 162, 187, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
baigné par un fleuve ou par des fleuves.
Étymologie: ποταμός, κλύζω.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για τόπο) αυτός που πλημμυρίζει από τα νερά ποταμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + < κλύζω «βρέχω, περιβρέχω, σκεπάζω»].
Greek Monotonic
ποτᾰμόκλυστος: -ον (κλύζω), αυτός που ξεπλένεται, κατακλύζεται από ποταμό, σε Στράβ.