δίλημμα
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
English (LSJ)
-ατος, τό, ambiguous proposition, Roman.2, Suid.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
ret. dilema argumento formado por dos proposiciones contradictorias, c. cualquiera de las cuales se llega a la misma conclusión, Seru.Aen.2.675, 10.449, Hieron.A.Ruf.ML 23.480A, Roman.2, Sud.
German (Pape)
[Seite 630] τό, bei Sp. eine Schlußart, durch welche der Gegner von zwei Seiten, er mag zugeben od. nicht, gefangen wird.
Russian (Dvoretsky)
δίλημμα: ατος τό грам. условно-разделительное предложение, дилемма, альтернатива.
Greek (Liddell-Scott)
δίλημμα: τό, συλλογισμός δι’ οὗ ὁ ἀντίπαλος συλλαμβάνεται μεταξὺ (διαλαμβάνεται) δύο ἀντιφατικῶν προτάσεων, τὸ τοῦ Κιέρωνος, complexio, Σουΐδ.· ― οὕτω διλήμματον, τό, Ἑρμογ. ― Ἐπίρρ. -τως, Οὐλπ. Δημ. Ὀλ. 3, σ. 25.
Greek Monolingual
το (AM δίλημμα, Α και διλήμματον)
συλλογισμός με τον οποίο προτείνονται δύο προτάσεις, μία κατ' ανάγκην ορθή και μία κατ' ανάγκην εσφαλμένη, που καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα
νεοελλ.
1. δύσκολη περίπτωση κατά την οποία κάποιος βρίσκεται σε αμηχανία να διαλέξει ανάμεσα σε δύο δύσκολες ή επώδυνες λύσεις, οι οποίες ωστόσο είναι και οι μόνες δυνατές
2. φρ. «τραγικό δίλημμα» — το δίλημμα, το αδιέξοδο στο οποίο συχνά βρίσκονται οι ήρωες της τραγωδίας, οπότε από την επιλογή του ενός ή του άλλου σκέλους του διλήμματος κρίνεται η ζωή τους, η τιμή τους ή και τα δύο μαζί
3. φρ. «τεχνητό δίλημμα» — παραπλανητική παρουσίαση, συνήθως δημαγωγική, μιας κατάστασης, όπου επιχειρείται εξαναγκασμός επιλογής μεταξύ δύο λύσεων, οι οποίες στην πραγματικότητα δεν είναι οι μόνες δυνατές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + λήμμα (λαμβάνω) «πρόταση, συλλογισμός»].