λισσάς
διφθέραι σταδιαῖαι τοῖς μεγέθεσιν → hides a stade in size, hides fastened together so as to cover a place an entire stadium in extent
English (LSJ)
λισσάδος, Boeot. λιττάς Corinn.Supp. 1.30, fem. of λισσός, λισσὰς αἰγίλιψ πέτρα A.Supp.794 (lyr.), cf. E.Andr.533 (lyr.), HF 1148, Theoc.22.37, Lyr. ap. Plu.2.90d: Subst. λισσάς (sc. πέτρα), bare, smooth cliff, Plu.Mar.23, Crass.9, Opp.H.2.320; of a tomb-stone, Epigr.Gr.256.
French (Bailly abrégé)
άδος
adj. f.
glissante, lisse ; ἡ λισσάς roche unie, lisse.
Étymologie: λισσός.
German (Pape)
άδος, ἡ, bes. fem. zu λισσός, λισσάδες πέτραι, Eur. Andr. 534, wie Aesch. Suppl. 775 und Ap.Rh. 2.731 und Theocr. 22.37; auch subst., Plut. Mar. 23; Klippe, wie Opp. H. 2.320.
Russian (Dvoretsky)
λισσάς: άδος adj. f гладкая (πέτρα Aesch., Eur., Theocr.).
άδος ἡ (sc. πέτρα) гладкая скала Plut.
Greek (Liddell-Scott)
λισσάς: -άδος, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ λισσός· λισσὰς αἰγίλιψ πέτρα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 794, πρβλ. Εὐρ. Ἀνδρ. 533, Ἡρ. Μαιν. 1148. Θεόκρ. 22. 37, κτλ.· ― λισσὰς (δηλ. πέτρα) γυμνός, λεῖος, κρημνός, Πλουτ. Μάρ. 23, Κράσσ. 9, Ὀππ. Ἁλ. 2. 320· ἐπὶ ἐπιταφίου λίθου, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 256.
Greek Monolingual
λισσάς και βοιωτ. τ. λιττάς, -άδος, ἡ (Α) λισσός
1. ως επίθ. λεία («λισσάς... πέτρα», Αισχύλ.)
2. ως ουσ. α) λείος, απότομος, γυμνός γκρεμός («κατὰ κρημνῶν ὀλισθήματα καὶ λισσάδας ἀχανεῖς ἐχόντων», Πλούτ.)
β) λεία επιτάφια πέτρα.
Greek Monotonic
λισσάς: -άδος,
I. ανώμ. θηλ. του λισσός, λείος, γυμνός, σε Ευρ., Θεόκρ.
II. ως ουσ., γυμνός, λείος, απόκρημνος βράχος, σε Πλούτ.
Middle Liddell
λισσάς, άδος, [pecul. fem. of λισσός
I. smooth, bare, Eur., Theocr.
II. as substantive a bare, smooth cliff, Plut.