λυτήρ
Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch
English (LSJ)
λυτῆρος, ὁ, (λύω)
A one who looses, deliverer, πόνων E.El.136 (lyr.); πόρον… γάμου λυτῆρα (as Pauw for καὶ λυτήρια) A.Supp.807 (lyr.).
II arbitrator, decider, νεικέων Id.Th.940 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qui résout, qui décide, arbitre.
Étymologie: λύω.
German (Pape)
ῆρος, ὁ, der Lösende; νεικέων, Entscheider, Schiedsrichter, Aesch. Spt. 923, vgl. Suppl. 788; πόνων, Eur. El. 136; sp.D.
Russian (Dvoretsky)
λῠτήρ: ῆρος ὁ
1 освободитель, избавитель (πόνων Eur.);
2 умиротворитель, судья (νεικέων Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
λῠτήρ: -ῆρος, ὁ, (λύω) ὁ λύων, ὁ ἀπαλλάττων, πόνων Εὐρ. Ἠλ. 136· πόρον... γάμου λυτῆρα (κατὰ τὸν Schütz ἀντὶ καὶ λυτήρια) Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 807· ὁ Λυτρωτής, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 17. 21. ΙΙ. διαιτητής, ἐκφέρων ἀπόφασιν, νεικέων Αἰσχύλ. Θήβ. 941.
Greek Monolingual
λυτήρ, -ῆρος, ὁ, θηλ. λύτειρα (Α)
1. λυτρωτής («τῶνδε πόνων ἐμοι τὰ μελέα λυτήρ», Ευρ.)
2. διαιτητής, κριτής («πικρὸς λυτὴρ νεικέων», Αισχύλ.)
3. καταστροφέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λύ- του λύω + επίθημα -τήρ (πρβλ. κλητήρ, τιμητήρ)].
Greek Monotonic
λῠτήρ: -ῆρος, ὁ (λύω)·
I. κάποιος που απαλλάσσει, λυτρωτής, σωτήρας, απελευθερωτής, σε Ευρ.
II. διαιτητής, αυτός που εκφέρει απόφαση, κριτής, νεικέων, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
λῠτήρ, ῆρος, [λύω]
I. one who looses, a deliverer, Eur.
II. an arbitrator, decider, νεικέων Aesch.