Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λυτήρ

From LSJ

Ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ → The unexamined life is not worth living

Plato, Apology of Socrates 38a
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυτήρ Medium diacritics: λυτήρ Low diacritics: λυτήρ Capitals: ΛΥΤΗΡ
Transliteration A: lytḗr Transliteration B: lytēr Transliteration C: lytir Beta Code: luth/r

English (LSJ)

λυτῆρος, ὁ, (λύω)
A one who looses, deliverer, πόνων E.El.136 (lyr.); πόρον… γάμου λυτῆρα (as Pauw for καὶ λυτήρια) A.Supp.807 (lyr.).
II arbitrator, decider, νεικέων Id.Th.940 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
qui résout, qui décide, arbitre.
Étymologie: λύω.

German (Pape)

ῆρος, ὁ, der Lösende; νεικέων, Entscheider, Schiedsrichter, Aesch. Spt. 923, vgl. Suppl. 788; πόνων, Eur. El. 136; sp.D.

Russian (Dvoretsky)

λῠτήρ: ῆρος ὁ
1 освободитель, избавитель (πόνων Eur.);
2 умиротворитель, судья (νεικέων Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

λῠτήρ: -ῆρος, ὁ, (λύω) ὁ λύων, ὁ ἀπαλλάττων, πόνων Εὐρ. Ἠλ. 136· πόρον... γάμου λυτῆρα (κατὰ τὸν Schütz ἀντὶ καὶ λυτήρια) Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 807· ὁ Λυτρωτής, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 17. 21. ΙΙ. διαιτητής, ἐκφέρων ἀπόφασιν, νεικέων Αἰσχύλ. Θήβ. 941.

Greek Monolingual

λυτήρ, -ῆρος, ὁ, θηλ. λύτειρα (Α)
1. λυτρωτής («τῶνδε πόνων ἐμοι τὰ μελέα λυτήρ», Ευρ.)
2. διαιτητής, κριτής («πικρὸς λυτὴρ νεικέων», Αισχύλ.)
3. καταστροφέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λύ- του λύω + επίθημα -τήρ (πρβλ. κλητήρ, τιμητήρ)].

Greek Monotonic

λῠτήρ: -ῆρος, ὁ (λύω
I. κάποιος που απαλλάσσει, λυτρωτής, σωτήρας, απελευθερωτής, σε Ευρ.
II. διαιτητής, αυτός που εκφέρει απόφαση, κριτής, νεικέων, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

λῠτήρ, ῆρος, [λύω]
I. one who looses, a deliverer, Eur.
II. an arbitrator, decider, νεικέων Aesch.