μαντευτός
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
English (LSJ)
μαντευτή, μαντευτόν, foretold by an oracle, γόνος E.Ion1209; prescribed by an oracle, ἐθύετο τῷ Διί, ὅσπερ αὐτῷ μαντευτὸς ἦν X.An.6.1.22; μ. ἱερά Arist. Ath.54.6; λουτρά Philostr.Her.2.18; μ. λόγοι, group of orations by Aristides, Or.37(2) tit., Men.Rh.p.344 S.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
ordonné par l'oracle.
Étymologie: adj. verb. de μαντεύω.
German (Pape)
geweissagt; γόνος, Eur. Ion 1209; ὅσπερ αὐτῷ μαντευτὸς ἦν ἐκ Δελφῶν, Xen. An. 5.9.22, durchs Orakel bestimmt.
Russian (Dvoretsky)
μαντευτός: возвещенный, указанный оракулом (γόνος Eur.): ὅσπερ αὐτῷ μ. ἦν Xen. который был ему предписан оракулом.
Greek (Liddell-Scott)
μαντευτός: -ή, -όν, ὃν προεῖπε χρησμός τις ἢ μαντεῖόν τι, γόνος Εὐρ. Ἴων 1209· λόγοι μ., ἴδε Dind. εἰς Ἀριστείδ. 1. σ. 12· προρρηθεὶς ὑπὸ μαντείου, ἐθύετο τῷ Διί, ὅσπερ αὐτῷ μαντευτὸς ἦν Ξεν. Ἀν. 6. 1, 22.
Greek Monolingual
μαντευτός, -ή, -όν (Α) μαντεύω
1. αυτός για τον οποίο το μαντείο έχει δώσει χρησμό («ἧχ' ὁ μαντευτὸς γόνος», Ευρ.)
2. ο προκαθορισμένος, ο προδιαγεγραμμένος από τον χρησμό («τά τε μαντευτὰ ἱερὰ θύουσιν», Αριστοτ.)
3. «μαντευτοὶ λόγοι» — άθροισμα λόγων του ρήτορα Αριστείδη.
Greek Monotonic
μαντευτός: -ή, -όν, αυτός που έχει προλεχθεί μέσω χρησμού, σε Ευρ.· προδιαγεγραμμένος από χρησμό, σε Ξεν.