μαψαῦραι

English (LSJ)

ῶν, αἱ, (αὔρα)
A random breezes, gusts of wind, Hes.Th. 872, cf. Call.Fr.67 (al. divisim μὰψ αὖραι ἐπιπνείουσι θάλασσαν).
II as adjective, μαψαῦραι στόβοι idle boastings, Lyc.395.

French (Bailly abrégé)

ῶν (αἱ) :
vents légers ; fig. paroles qui ne sont que du vent, paroles en l'air.
Étymologie: μάψ, αὖρα.

German (Pape)

αἱ, nennt Hes. Th. 872, nachdem er die vier Hauptwinde aufgezählt hat, die andern vorübergehenden Lüfte oder Windzüge, die keinen Bestand haben, auf die man sich nicht verlassen kann; Andere wollen minder gut getrennt schreiben μὰψ αὖραι ἐπιπνείουσι θάλασσαν. – Lycophr. 395 sagt κομπάζοντα μαψαύρας στόβους, was der Schol. ματαίας ὔβρεις, λοιδορίας erkl., eitle, in den Wind geredete Prahlereien.

Russian (Dvoretsky)

μαψαῦραι: ῶν αἱ второстепенные (незначительные, случайные) ветры Hes.

Greek (Liddell-Scott)

μαψαῦραι: -ῶν, μάταιαι αὖραι, πνοαὶ ἀνέμων κεναί, ἄστατοι, διαβατικαὶ καὶ ἀόριστοι, Ἡσ. Θ. 872, ἔνθα ἕτεροι διῃρημένως, μὰψ αὖραι ἐπιπνείουσι θάλασσαν, ἀλλὰ πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 67, Alberti εἰς Ἡσύχ. ἐν λέξ. II. ὡς ἐπίθ., μαψαῦραι στόβοι, μάταιαι καυχήσεις, Λυκόφρ. 395.

Greek Monolingual

μαψαῡραι, -ῶν, αἱ (Α)
1. ασθενείς τοπικές πνοές ανέμου που δεν έχουν συγκεκριμένη διεύθυνση
2. φρ. «μαψαῡραι στόβοι» — κενές καυχησιολογίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για σύνθετη λ. της οποίας α' συνθετικό είναι το ρ. μάρπτω «συλλαμβάνω, πιάνω» και β' συνθετικό η λ. αὔρα «η αύρα που χαράζει το νερό» (πρβλ. ἄναυρος), σύνθετο του τύπου τερψίμβροτος. Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για δύο λέξεις: μάψ αὖραι].

Greek Monotonic

μαψαῦραι: -ῶν, αἱ (αὔρα), έξαφνο αεράκι, μπόρες, μπουρίνια ή ριπές ανέμου, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

μαψ-αῦραι, ῶν, αἱ, αὔρα
random breezes, squalls, gusts or flaws of wind, Hes.