μεταλγέω
From LSJ
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
English (LSJ)
feel remorse at, rue, μ. τὸ δίκαιον ἔρξαι (nisi leg. ἔρξας) A.Supp.405 codd. (lyr.).
German (Pape)
[Seite 148] hinterdrein Schmerz empfinden, bereuen; τί μεταλγεῖς τὸ δίκαιον ἔρξαι; Aesch. Suppl. 400.
French (Bailly abrégé)
μεταλγῶ :
regretter, se repentir de, avec l'inf..
Étymologie: μετά, ἀλγέω.
Greek (Liddell-Scott)
μεταλγέω: αἰσθάνομαι πόνον μετέπειτα, ἐντεῦθεν, μετανοῶ, μετ’ ἀπαρ., Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 405.
Russian (Dvoretsky)
μεταλγέω: сожалеть (о прошедшем), раскаиваться (τί μεταλγεῖς τὸ δίκαιον ἔρξαι; Aesch.).