μιγάζομαι

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῐγάζομαι Medium diacritics: μιγάζομαι Low diacritics: μιγάζομαι Capitals: ΜΙΓΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: migázomai Transliteration B: migazomai Transliteration C: migazomai Beta Code: miga/zomai

English (LSJ)

Ep. for μείγνυμαι, μιγαζομένους φιλότητι Od.8.271, cf. Orph.A.343.

German (Pape)

[Seite 182] poet. = μίγνυμαι; ὅ σφ' ἐνόησε μιγαζομένους φιλότητι, Od. 8, 271; Orph. Arg. 341.

French (Bailly abrégé)

seul. prés;
c.
μίγνυμαι.
Étymologie: v. μίγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

μῐγάζομαι: досл. смешиваться, перен. сплетаться, обниматься (φιλότητι Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

μῐγάζομαι: Ἐπικ. ἀντὶ μίγνυμαι, μιγαζομένους φιλότητι Ὀδ. Θ. 271.

English (Autenrieth)

= μίγνυμαι, part., Od. 8.271†.

Greek Monolingual

μιγάζομαι (Α)
(επικ. τ.) μίγνυμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μιγάς -άδος ή από επίρρ. μίγα (πρβλ. πύκα: πυκάζω)].

Greek Monotonic

μῐγάζομαι: Επικ. αντί μίγνυμαι, συναναστρέφομαι, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

μῐγάζομαι, [epic for μίγνυμαι]
to have intercourse, Od.