μοθωνικός

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοθωνικός Medium diacritics: μοθωνικός Low diacritics: μοθωνικός Capitals: ΜΟΘΩΝΙΚΟΣ
Transliteration A: mothōnikós Transliteration B: mothōnikos Transliteration C: mothonikos Beta Code: moqwniko/s

English (LSJ)

μοθωνική, μοθωνικόν, like a μόθων, Ion ap. Plu.Per.5.

German (Pape)

[Seite 197] dem μόθων eigen, ausgelassen, zügellos, καὶ ὑπότυφος ὁμιλία, Ion bei Plut. Pericl. 5.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
effronté, insolent.
Étymologie: μόθων.

Russian (Dvoretsky)

μοθωνικός: разнузданный, бесстыдный (ὁμιλία Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μοθωνικός: -ή, -όν, ὅμοιος πρὸς μόθωνα, Λατ. vernilis, Ἴων ἐν Πλουτ. Περικλ. 5.

Greek Monolingual

μοθωνικός, -ή, -όν (Α) μόθων
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μόθωνα ή αυτός που προέρχεται από μόθωνα, αλαζονικός, προπετής
2. αυτός που είναι όμοιος με μόθωνα.

Greek Monotonic

μοθωνικός: -ή, -όν, αυτός που έχει παρόμοια συμπεριφορά με αυτόν που είναι μόθων, Ιων. που παρατίθεται στον Πλούτ.

Middle Liddell

μοθωνικός, ή, όν
like a μόθων, ionic ap. Plut.