μυροφεγγής
From LSJ
Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn
English (LSJ)
μυροφεγγές, shining with unguent, φανίον AP12.83 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 221] ές, salbenschimmernd, φάνιον, Mel. 78 (XII, 83).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui brille en répandant des parfums.
Étymologie: μύρον, φέγγω.
Russian (Dvoretsky)
μῠροφεγγής: распространяющий при горении благовоние (Κύπριδος φανίον Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
μῠροφεγγής: -ές, ὁ φέγγων, λάμπων ἐκ μύρου, Ἀνθ. Π. 12. 83.
Greek Monolingual
μυροφεγγής, -ές (Α)
αυτός που φέγγει και, ταυτόχρονα, διαχέει ευωδιά («Κύπριδος μυροφεγγές φανίον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + -φεγγής (< φέγγω), πρβλ. αστροφεγγής].
Greek Monotonic
μῠροφεγγής: -ές (φέγγος), αυτός που λάμπει από την επάλειψη με μύρο, σε Ανθ.