νέπους

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νέπους Medium diacritics: νέπους Low diacritics: νέπους Capitals: ΝΕΠΟΥΣ
Transliteration A: népous Transliteration B: nepous Transliteration C: nepous Beta Code: ne/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, once in Hom. in plural, νέποδες καλῆς Ἁλοσύδνης, of seals, prob. children of H., Od.4.404, cf. Eust.1502.36: so in later Poets, ἀθάνατοι δὲ καλεῦνται ἑοὶ νέποδες Theoc.17.25; γοργοφόνοι νέποδες Cleon Sic. ap. EM389.28; ὁ Κεῖος Ὑλλίχου νέπους Call.Fr.77, cf. A.R.4.1745: also expld. from νε- (for νη- privat.), πούς, the footless ones, Apion ap.Apollon.Lex., and from νέω (A), = νηξί-ποδες, web-footed, ibid., Et.Gud.405.49: hence in later Poets, of fish, θαλασσαίων μυνδότεροι νεπόδων Call.Fr.260, cf. Nic.Al.468, 485, AP 6.11 (Satyr.), 11.60 (Paul. Sil.); ἕκαστά τε φῦλα νεπούδων is f.l. in h.Ap.78.

French (Bailly abrégé)

d'ord. au plur. νέποδες, ων;
adj. masc.
probabl. dont les pieds sont des nageoires (ép. des phoques).
Étymologie: νέω², πούς.

Greek Monolingual

νέπους, -οδος, ὁ (Α)
συν. στον πληθ. οι νέποδες
α) τέκνανέποδες καλῆς Ἁλοσύδνης»
Ομ. Οδ.)
β) οι απόγονοι («ἀθάνατοι δὲ καλεῡνται ἑοὶ νέποδες», Θεόκρ.)
γ) τα ζώα που έχουν νηκτικές μεμβράνες στα πόδια και κολυμπούν με τα πόδια
δ) υδρόβια ζώα
ε) (κατά τον Απίωνα) αυτοί που δεν έχουν πόδια, άποδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λόγω της αβέβαιης σημ. της λ., έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις για την ετυμολογία της. Η σημ. «απόγονοι», που απαντά σε ένα αμφίβολο χωρίο στον Όμ., αλλά και σε μεταγενέστερα κείμενα, είναι η πιο πιθανή. Με αυτήν τη σημ. η λ. νέποδες < νέπως (ο τ. νέπως, -ωτος «απόγονος» είναι μτγν.) συνδέεται με λατ. nepōtes «απόγονοι» και αρχ. ινδ. napātah «εγγονός». Ο πληθ. νέποδες αντί νέπωτες οφείλεται σε παρετυμολογική επίδραση του παλαιότερου τ. ονομ. πώς του πούς, ποδός, που συνέπιπτε με την αρχική αμάρτυρη μορφή νέπως του τ. Η προοπτική αυτή της λ., που τήν συνέδεσε παρετυμολογικά με το πους «πόδι», οδήγησε πιθ. στις σημ.: α) «νηξίποδες, τα ζώα που κολυμπούν με τα πόδια» και β) «άποδες». Η λ., με την πρώτη σημ., θεωρήθηκε συνθ. με α' συνθετικό το ρ. νέω «κολυμπώ» ή τη λ. νότος (< νετ-ποδες), ενώ κατ' άλλους ανήχθη σε νεπέ-ποδες (πρβλ. αρχ. ινδ. snapayati «πλένω»). Η λ., τέλος, με τη δεύτερη σημ. «άποδες» θεωρήθηκε συνθ. με α' συνθετικό το στερητικό μόριο νε-, άποψη ελάχιστα πιθανή, δοθέντος ότι το στερ. μόριο δεν εμφανίζεται με τη μορφή αυτή σε άλλες λ. της Ελληνικής].