νεκροτοκώ

From LSJ

To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)

Source

Greek Monolingual

(Α νεκροτοκῶ, -έω)
(για γυναίκα) γεννώ νεκρό βρέφος, αποβάλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -τοκῶ (< -τοκος < τόκος < τίκτω «γεννώ»), πρβλ. θηλυτοκώ, μονοτοκώ].