νοσακερός

From LSJ

τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοσᾰκερός Medium diacritics: νοσακερός Low diacritics: νοσακερός Capitals: ΝΟΣΑΚΕΡΟΣ
Transliteration A: nosakerós Transliteration B: nosakeros Transliteration C: nosakeros Beta Code: nosakero/s

English (LSJ)

ά, όν, liable to sickness, sickly, Arist.Pol.1279a15, PA670b7.—Vulgar word, acc. to Poll.3.105.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
maladif, malingre.
Étymologie: νόσος.

German (Pape)

kränklich, Arist. Pol. 3.6, part. an. 3.7; nach Poll. 3.105 ἐσχάτως κωμικόν; – weichlich, Adv., Phot.

Russian (Dvoretsky)

νοσᾰκερός: слабый здоровьем, болезненный Arst.

Greek (Liddell-Scott)

νοσᾰκερός: -ά, -όν, ὑποκείμενος εἰς νόσον, νοσηρός, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 6, 10, π. Ζ. Μορ. 3. 7, 15· ― λέξις κωμική, «τὸ γὰρ νοσακερὸν ἐσχάτως κωμικὸν» Πολυδ. Γ΄, 105.

Greek Monolingual

νοσακερός, -ά, -όν (Α)
φιλάσθενος.
επίρρ...
νοσακερῶς (Α)
(κατά τον Φώτ.) «μαλακῶς, νοσωδῶς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. κωμική που έχει σχηματιστεί από το νόσος με την εκφραστική παρέκταση -ακ- + κατάλ. -ερός (πρβλ. διψακερός)].

Greek Monotonic

νοσᾰκερός: -ά, -όν (νόσος), αυτός που υπόκειται σε ασθένεια, νοσηρός, σε Αριστ.

Middle Liddell

νοσᾰκερός, ή, όν νόσος
liable to sickness, sickly, Arist.