ορθοδοξία

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ ὀρθοδοξία) ορθοδοξώ
1. η ορθή δοξασία, η ορθή γνώμη
2. το ορθό θρησκευτικό δόγμα, η ορθή και αναλλοίωτη χριστιανική πίστη η οποία στηρίζεται στην Αγία Γραφή και στην Ιερά Παράδοση, φύλακας της οποίας είναι η Εκκλησία
νεοελλ.
1. το σύνολο τών ορθόδοξων χριστιανών
2. μτφ. η πιστή προσήλωση στις βασικές αρχές ενός δόγματος, ιδίως πολιτικού
νεοελλ.-μσν.
1. η διδασκαλία και το δόγμα της Ανατολικής Χριστιανικής Εκκλησίας, σε αντιδιαστολή προς τα δόγματα της Δυτικής Εκκλησίας και τών άλλων μη ορθόδοξων Εκκλησιών
2. φρ. «Κυριακή της Ορθοδοξίας» — η πρώτη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, κατά την οποία εορτάζεται η αναστήλωση τών εικόνων και ο θρίαμβος της Ορθοδοξίας εναντίον όλων τών αιρέσεων.