πάνδυρτος

From LSJ

τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν → he used to say, Opinion forming is the stoppage of progress

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάνδυρτος Medium diacritics: πάνδυρτος Low diacritics: πάνδυρτος Capitals: ΠΑΝΔΥΡΤΟΣ
Transliteration A: pándyrtos Transliteration B: pandyrtos Transliteration C: pandyrtos Beta Code: pa/ndurtos

English (LSJ)

πάνδυρτον, poet. for πανόδυρτος, all-plaintive, αὐδά A.Pers. 941 (lyr.); θρῆνοι E.Hec.212 (lyr.); ἀηδών S.El.1077 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 458] poet. = πανόδυρτος, allbeklagt, klagenreich; αὐδά, Aesch. Pers. 903, vgl. 906; ἀηδών, Soph. El. 1077.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 tout à fait lamentable;
2 qui se lamente tout à fait, plaintif (rossignol).
Étymologie: πᾶν, *δύρομαι, c. ὀδύρομαι.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που θρηνείται από όλους
2. ο γεμάτος οδυρμούς και θρήνους
3. (για το αηδόνι) αυτό που θρηνεί, που οδύρεται ακατάπαυστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. αντί παν-όδυρτος].

Greek Monotonic

πάνδυρτος: -ον, ποιητ. αντί παν-όδυρτος, θρηνητικός, γεμάτος οδυρμούς, σε Τραγ.

Russian (Dvoretsky)

πάνδυρτος: вечно или горько рыдающий, разливающийся в жалобах (αὐδά Aesch.; ἀηδών Soph.; θρῆνος Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάνδυρτος -ον [~ πανόδυρτος] klagend, klaaglijk:. π. αὐδά klaaglijk stemgeluid Aeschl. Pers. 941.

Middle Liddell

πάν-δυρτος, ον, [poetic for πανόδυρτος
all-lamentable, all-plaintive, Trag.