πάτρων
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
ωνος, ὁ, = Lat.
A patronus, SIG656.23 (Abdera, found at Teos, ii B. C.), IG7.83 (Megara), D.S.29.27, Plu.Fab.13, Arr.Epict. 3.9.18, etc.:—fem. πατρώνα, dub. in GDI2282 (Delph.).
II uncle, IGRom.4.621 (Temenothyrae, iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 537] ωνος, ὁ, das lat. patronus, Plut. Fab. Maz. 13 u. öfter, wie D Hal. Nach Poll. 3, 19 auch = προπάτορες.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ) :
patron, protecteur.
Étym. lat. patronus.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάτρων -ωνος, ὁ (Lat. patronus) patroon, beschermheer.
Russian (Dvoretsky)
πάτρων: ωνος ὁ Diod., Plut. = лат. patronus.
Greek (Liddell-Scott)
πάτρων: -ωνος, προστάτης, (Λατ. patronus) Διοδ. Ἐκλ. 571. 17, Πλουτ. Φάβ. 13, συχν. ἐν Ἐπιγραφαῖς Συλλ. Ἐπιγρ. 1623, 1878,· 80, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
θηλ. πάτρωνα, ΝΑ, και πάτρωνας, θηλ. πατρόνα Ν
νεοελλ.
1. ο προϊστάμενος επιχειρήσεως σε σχέση με τους υφισταμένους του, το αφεντικό
2. γεν. ο προστάτης
3. το θηλ. πάτρωνα και πατρόνα
α) η οικοδέσποινα ή η σύζυγος του οικοδεσπότη, η οικοκυρά
β) η ιδιοκτήτρια καταστήματος ή η σύζυγος του καταστηματάρχη
γ) η ιδιοκτήτρια σπιτιού, σπιτονοικοκυρά
δ) (με κακή σημ.) η ιδιοκτήτρια ή διευθύντρια οίκου ανοχής, αυτή που διατηρεί χαμαιτυπείο, η ματρόνα
ε) είδος μεγάλου πιστολιού
αρχ.
1. (στην αρχαία Ρώμη) ο προστάτης ενός πρώην δούλου που απελευθερώθηκε, ενός πελάτη, τον οποίο αντιπροσώπευε στις υποχρεώσεις του προς την πολιτεία και για τον οποίο συνηγορούσε στα δικαστήρια, ενώ ταυτόχρονα είχε δικαιώματα πάνω στην περιουσία του απελεύθερου πρώην δούλου του και ασκούσε την πατρωνεία και στους γιους του απελεύθερου
2. ο θείος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. patronus «προστάτης»].